- ἐνδοσθίδια
- ἐνδοσ-θίδια, τά, = foreg., IG4.914.15 (Epid.), and prob. for -ιαῖα, v.l. in LXXLe.6.33 (7.3).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐνδοσθίδια — neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοσθιδίοις — ἐνδοσθίδια neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)